- ταρτραζίνη
- η, Ν(χημ.-τροφ. τεχνολ.) κυκλική οργανική ένωση η οποία λαμβάνεται με θέρμανση τού διυδροξυτρυγικού οξέος με παρουσία φαινυλυδραζινοσουλφονικού οξέος και η οποία χρησιμοποιείται για τη βαφή τού μαλλιού και τού μεταξιού, καθώς και για τον χρωματισμό τροφίμων, φαρμάκων και καλλυντικών.
Dictionary of Greek. 2013.